- πορφυρευτικός
- πορφυρ-ευτικός, ή, όν,A of or for a purple-fisher or purple-dyer,
στέγαι E.IT263
; ἡ -κή (sc. τέχνη) his art, Poll.7.139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στέγαι E.IT263
; ἡ -κή (sc. τέχνη) his art, Poll.7.139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυρευτικός — ή, όν, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός] … Dictionary of Greek
πορφυρευτικαί — πορφυρευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρευτική — πορφυρευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)